- περιόφθαλμος
- (periophtalmus). Γένος ψαριών που ζει στις θερμές θάλασσες της Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι τα μάτια τους, που εξέχουν πολύ και περιστρέφονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Όταν, μετά από πλημμύρα, πέφτει η στάθμη του θαλάσσιου νερού, οι π. κινούνται στη λάσπη, και αναπνέουν χάρη στο νερό που έχουν κρατήσει αποθηκευμένο στους βραγχιακούς θαλάμους τους. Όπως αποδείχτηκε πειραματικά, οι π., όταν δεν μπορούν να μετακινηθούν από το νερό στην ατμόσφαιρα, πεθαίνουν από ασφυξία. Στην επιφάνεια άλλωστε μετακινούνται με ευχέρεια, χρησιμοποιώντας τα θωρακικά τους πτερύγια για πόδια. Βλέπουν μάλιστα τότε καλύτερα απ’ ό,τι όταν βρίσκονται στο νερό.
* * *-η, -ο / περιόφθαλμος, -ον, ΝΜΑο περιοφθάλμιοςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. γένος μικρόσωμων ψαριών τού Ινδικού και τού Ειρηνικού Ωκεανού, τής οικογένειας περιοφθαλμίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ὀφθαλμός].
Dictionary of Greek. 2013.